- Εὐτοκίου
- Εὐτόκιοςaiding in childbirthmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εὐτοκίου — εὐτόκιος aiding in childbirth masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ισίδωρος — I Όνομα ιεραρχών της Ανατ. Ορθόδοξης και της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας. 1. Ι. (Καρθαγένη 560 – Σεβίλη 636). Επίσκοπος Σεβίλης (601 636) και άγιος της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας. Διαδέχθηκε στον επισκοπικό θρόνο της Σεβίλης τον αδελφό του Λέανδρο.… … Dictionary of Greek